- κακολογία
- η (AM κακολογία) [κακολογώ]1. κακός και προσβλητικός λόγος («ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία κακολογίας καὶ κακοηθείας ἀδελφά», Πλάτ.)2. βλασφημία, ύβριςνεοελλ.-μσν.κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακολογία — κακολογίᾱ , κακολογία coarse expression fem nom/voc/acc dual κακολογίᾱ , κακολογία coarse expression fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογίᾳ — κακολογίαι , κακολογία coarse expression fem nom/voc pl κακολογίᾱͅ , κακολογία coarse expression fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογία — η κακογλωσσιά, κατηγορία, βρισιά: Ο καλός άνθρωπος δεν πρέπει να ρέπει σε κακολογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακολογίας — κακολογίᾱς , κακολογία coarse expression fem acc pl κακολογίᾱς , κακολογία coarse expression fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογίαι — κακολογία coarse expression fem nom/voc pl κακολογίᾱͅ , κακολογία coarse expression fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογίαν — κακολογίᾱν , κακολογία coarse expression fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογιῶν — κακολογία coarse expression fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογίαις — κακολογία coarse expression fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογίης — κακολογία coarse expression fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογικός — ή, ό (AM κακολογικός, ή, όν) [κακολογία] αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός … Dictionary of Greek